Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
κρούσμα
- απόδοση: προσβολή μεμονωμένων ατόμων από επιδημική ασθένεια / περίπτωση παράβασης ηθικού ή ποινικού κώδικα
- γένη: το
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
εμφανίσθηκαν κρούσματα κερδοσκοπίας στην αγορά
παρατηρήθηκαν κρούσματα παραχάραξης
σε σχολείο των Ιωαννίνων σημειώθηκε λ ηπατίτιδας
√ απόδοση: ως ξεχωριστή περίπτωση προσβολής από επιδημική ασθένεια
σημειώθηκε κρούσμα ανυποταξίας κατά την κλίση επιστράτων προς εκγύμναση