Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
κορεσμός
- απόδοση: η πλήρης ικανοποίηση του αισθήματος δίψας ή πείνας καθώς & των παρορμητικών επιθυμιών
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
η θέα & μόνον της πληθώρας εδεσμάτων στην δεξίωση προκάλεσε κορεσμό