Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
νευρικός
- απόδοση: που αναφέρεται στο νεύρο & στην λειτουργία του / που δεν ελέγχει εύκολα τις αντιδράσεις του συναισθηματικού κόσμου αδυνατεί δε να διατηρήσει την ψυχραιμία του & φέρεται ανήσυχα / που είναι εύρωστος & οι κινήσεις του γρήγορες
- αντίθετο: ήρεμος
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
ανέκαθεν παρουσίαζε νευρική φύση
√ απόδοση: η εύκολα διαταρασσόμενη από τα ερεθίσματα της καθημερινότητας
απέκτησε νευρικό στομάχι
√ απόδοση: που δεν λειτουργεί ομαλά για λόγους κυρίως ψυχοσωματικούς
από τη φύση του νευρικός τύπος
√ απόδοση: που δεν είναι ήρεμος
διασαλεύθηκε το νευρικό σύστημα
√ απόδοση: που συντονίζει την δραστηριότητα των συστημάτων του σώματος
πρόσεχε διότι το σπίτι επιτηρείται από ένα νευρικό σκυλί
√ απόδοση: που είναι μονίμως ανήσυχο & διόλου ήρεμο με τους επισκέπτες & τους περαστικούς
το συμβάν του προκάλεσε νευρικό κλονισμό
√ απόδοση: διασάλευση της σωματικής & ψυχικής καταστάσεως
τον ενθουσιάζουν τα νευρικά αυτοκίνητα
√ απόδοση: με μεγάλη δυνατότητα επιτάχυνσης
τον κατέλαβε νευρικό γέλιο
√ απόδοση: βρέθηκε σε κατάσταση παρατεταμένης ψυχικής ευφορίας & έντασης