Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
νευραλγικός
- απόδοση: ο πόνος που προκαλείται από νευραλγία στην περιοχή της κεφαλής ή του προσώπου / κάτι το ιδιαίτερα σημαντικό κατά την εξέλιξη έργου ή καταστάσεως
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
απασχολείται από ετών σε νευραλγική υπηρεσία του Υπουργείου Εξωτερικών
από το πρωί τον βασανίζει απίστευτος νευραλγικός πόνος
διευθύνει νευραλγικό τομέα του οργανισμού
προσδιόρισε επ΄ ακριβώς το νευραλγικό σημείο
√ απόδοση:όπου ο πόνος είναι ιδιαίτερα έντονος