Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ιατρικός
- απόδοση: που αναφέρεται ή ανήκει στην ιατρική
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
απασχολείται σε φαρμακευτική εταιρεία ως λ επισκέπτης
αποφασίσθηκε ανακαίνιση των εγκαταστάσεων της ιατρικής σχολής
βρίσκεται υπό ιατρική παρακολούθηση
διέκοψε το κάπνισμα κατόπιν ιατρικής συμβουλής
εδόθη εγγράφως λεπτομερής ιατρική γνωμάτευση
εκτελούνται πάσης φύσεως ιατρικές συνταγές
έλαβε σαφείς ιατρικές οδηγίες για την περίπτωσή του
εργάζεται στο ιατρικό κέντρο των Δελφών
έχει βεβαρημένο ιατρικό παρελθόν
η διεύθυνση της κλινικής εξέδωσε ιατρικό ανακοινωθέν για την εξέλιξή της
η νέα τεχνική έγινε αποδεκτή από τον ιατρικό κόσμο
στην περίπτωσή του δεν υπήρξε ιατρικό προηγούμενο
συνέβη το εξής ιατρικό παράδοξο
συνεκλήθη ιατρικό συμβούλιο προκειμένου να προτείνει αγωγή