Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
θνησιγενής
- απόδοση: που πεθαίνει ευθύς γεννηθεί ή γεννιέται νεκρό / που από δημιουργίας ή συστάσεώς του παρουσιάζει διαλυτική εικόνα & ελάχιστες πιθανότητες επιβίωσης
- γένη: -ής -ής -ές
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
η νεοσύστατη τηλεοπτική εταιρεία προβλέπεται να έχει θνησιγενή εξέλιξη
το κυβερνητικό σχήμα είναι εκ των πραγμάτων θνησιγενές