Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
θηλυγονία
- απόδοση: η γέννηση παιδιών θηλυκού γένους
- αντίθετο: αρρενογονία
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
πρόκειται για απόγονο εκ θηλυγονίας