Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ηλίθιος
- απόδοση: ο χαμηλού διανοητικού αναστήματος
- γένη: -ος -α -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
άπαντες τον θεωρούν ηλίθιο άτομο
μα είναι απίστευτο ! λ είσαι ;
ουδείς αντιλαμβάνεται την ευφυΐα του διότι φέρει ηλίθιο πρόσωπο
του αρέσει να κοσμεί την κεφαλή με ένα ηλίθιο καπέλο
του συνέβη ατύχημα με ηλίθιο τρόπο
υπεκφεύγοντας & μη έχοντας τι να πει έδωσε ηλίθια απάντηση