Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
επίθεμα
- απόδοση: κομμάτι γάζας ή κατάλληλου υφάσματος που τοποθετείται σε πάσχουσα επιφάνεια δέρματος
- γένη: το
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’