Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ευάλωτος
- απόδοση: που μπορεί εύκολα να υποστεί επίθεση ή κακό / που μπορεί να παρασυρθεί ή να βρεθεί σε κίνδυνο
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
η ηλικία δεν επιτρέπει ζωντανές μνήμες των γεγονότων & προφανώς καθίσταται λ σε προπαγάνδα