Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ευφυής
- απόδοση: άτομο με μεγάλες νοητικές ικανότητες / έξυπνος / κάτι που ταιριάζει σε ευφυές άτομο
- γένη: -ής -ής -ές
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
δεν είναι & ιδιαίτερα λ μάλλον κουτός είναι
έχει ευφυές το βλέμμα
ευφυής…
λ ελιγμός εκ μέρους του
λ ιδέα αποβλέπουσα στην αναθέρμανση σχέσεων μετ΄ αυτής των ήδη διασαλευμένων
λ κίνηση στοχεύουσα στην καθήλωση ανταγωνιστών στα γνωστά επίπεδα
λ στρατηγική κίνηση
λ σύλληψη