Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ελιξίριο
- απόδοση: παρασκεύασμα αλχημιστών με δήθεν ευεργετικές ιδιότητες / διατιθέμενα είδη φαρμακευτικών παρασκευασμάτων
- γένη: το
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αναζήτησε πεισματικά το λ της ζωής
του πρόσφεραν το λ του έρωτα