Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ελάττωμα
- απόδοση: μειονέκτημα κατά την κατασκευή που δυσχεραίνει τη χρήση ή εμποδίζει την ομαλή λειτουργία / κακή ιδιότητα ή αδυναμία χαρακτήρα / κακή συνήθεια
- αντίθετο: προτέρημα
- συγγενές: κουσούρι
- γένη: το
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
τον διακρίνει το λ της φλυαρίας