Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
έκλαμψη
- απόδοση: η αιφνίδια λάμψη / η αναλαμπή / η ξαφνική πνευματική διαύγεια / σύλληψη ιδέας / η αναπάντεχη βελτίωση καταρρέουσας υγείας συνήθως προ του θανάτου
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αναπήδησε από το θυμικό του ως λ
εκδήλωσε λ προ του θανάτου
παρουσίασε λ πνευματική πράγμα σπάνιο για τον εγκέφαλο που διαθέτει