Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
δύσπεπτος
- απόδοση: που δύσκολα χωνεύεται / ο δυσκολοχώνευτος / ο με μειωτική διάθεση δυσνόητος
- αντίθετο: εύπεπτος
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
άριστη γεύση αλλά καθ΄ όλα δύσπεπτο φαγητό
ο νους του φέρεται ικανός να παράγει δύσπεπτες σκέψεις οι διαστέλλουσες το νου ως τα όσπρια τον στόμαχο