Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
διουρητικός
- απόδοση: που αυξάνει την αποβαλλόμενη ποσότητα ούρων από οργανισμό
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
καθημερινά λαμβάνει διουρητικό φάρμακο
ο καφές από την φύση του είναι λ