Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
διασταλτικός
- απόδοση: που μπορεί να προκαλέσει διαστολή
- αντίθετο: συσταλτικός
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
ζωηρώς κινούμενοι οι διασταλτικοί μύες του ρώθωνος
η θερμότητα παρουσιάζει επί ορισμένων μετάλλων διασταλτική ιδιότητα