Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
διάπλαση
- απόδοση: διαδικασία που το διαμορφούμενο παίρνει οριστική μορφή / η ηθική & η πνευματική διαμόρφωση
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
έχουσα παραπλήσια σωματική λ με την αδελφή της ανταλλάσσει ενδύματα
η μητέρα ανέλαβε την λ του δευτερότοκου τέκνου