Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
γεννητικότητα
- απόδοση: η αναπαραγωγική ικανότητα
- αντίθετο: θνησιμότητα
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
η Αίγυπτος παρουσιάζει πληθυσμιακή έκρηξη & υψηλό δείκτη γεννητικότητας