Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
άσφυγμος
- απόδοση: ο σε κατάσταση ασφυγμίας / ο με ελάχιστο ή μηδενικό σφυγμό
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
ήταν λ & παρά το γεγονός ότι χορηγήθηκαν άπαντα τα προβλεπόμενα από το ιατρικό προσωπικό δεν ανένηψε