Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
αρρενογονία
- απόδοση: η γέννηση παιδιών αρσενικού γένους
- αντίθετο: θηλυγονία
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
από το γάμο τους προέκυψε λ κατ΄ επανάληψη
με τον θάνατό του κλείνει η εξ αρρενογονίας γραμμή των φον Κάραγιαν