Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
απολίθωμα
- απόδοση: υπόλειμμα οργανικού σώματος που διατηρήθηκε ως ανόργανη ουσία / κάτι που διατηρείται από το παρελθόν αμετάβλητο χωρίς να εξελίσσεται
- γένη: το
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
λ παρωχημένης έκφρασης που διατηρείτε στην τρέχουσα γλώσσα