Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ανατάξιμος
- απόδοση: μέλος ή όργανο του σώματος το δυνάμενο να επανέλθει στη θέση του
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
η κήλη του θεωρείται ανατάξιμη & ευίατη