Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
αναπαλμός
- απόδοση: το να αισθάνομαι συγκλονισμό / ανάπαλση
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
η είδηση του προκάλεσε αναπαλμό της καρδιάς ως αναμένετο