Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
αλωπεκίαση
- απόδοση: μερική ή ολική εξαφάνιση του τριχωτού της κεφαλής ή του σώματος η οφειλόμενη σε παθολογικά αίτια
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’