Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
αίσθημα
- απόδοση: που δημιουργείται στη συνείδηση από τα λαμβανόμενα ερεθίσματα / η παρατηρούμενη συναισθηματική ευαισθησία σε κάτι
- γένη: το
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
διαπνέεται από αισθήματα ζωοφιλίας
εμφορείται από αισθήματα φιλίας για το πρόσωπό της
η συμπεριφορά του προκάλεσε λ πικρίας
λ περί δικαίου
ο πατέρας της εμφύσησε πατριωτικά αισθήματα
τον διακρίνει λ ανωτερότητας προς τους οικείους του
τον διαπνέουν αισθήματα ενοχής για το πρόσωπό του
τον έπνιξε το λ ευθύνης
υπερχειλίζει από λ κατωτερότητας το οποίο & διαμορφώνει την καθημερινότητά του