Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
αιμομιξία
- απόδοση: σεξουαλική σχέση ατόμων που συνδέονται με συγγένεια αίματος
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
φημολογείται πως το εν λόγω παιδί είναι καρπός αιμομιξίας