Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
αιμοδότης
- απόδοση: που προσφέρει με τη θέλησή του ποσότητα αίματος για μετάγγιση
- γένη: το
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
πρόκειται για εθελοντή αιμοδότη έκπαλαι