Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
τάση
- απόδοση: φυσική προδιάθεση ατόμου / προτίμηση με ομαδικό χαρακτήρα / εξελικτική πορεία οικονομικών μεγεθών / προσανατολισμοί σε κάποιο τομέα / διάθεση για ικανοποίηση σωματικής ανάγκης / η δύναμη που ασκείται στην ροή ηλεκτρικού ρεύματος ή βολτάζ
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
εκδηλώνει λ φυγής > προς έμετο > υπνηλίας
παρουσίασε λ κανιβαλισμού
στην παρέα αναπτύχθηκε λ φυγόκεντρος > κεντρομόλος
το θέρος παρατηρείται ασταθής λ ηλεκτρικού ρεύματος