Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
τριγμός
- απόδοση: τρίξιμο / ένδειξη για κατάσταση που κλονίζεται που οδηγείται σε κατάρρευση
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
την ήττα διαδέχθηκαν οι αναπόφευκτοι τριγμοί στο αποχωρούν από την εξουσία κόμμα