Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
φυγή
- απόδοση: η εσπευσμένη απομάκρυνση λόγω απειλής ή κινδύνου / η μη επιτρεπόμενη εγκατάλειψη χώρας / η προσπάθεια αποφυγής καταστάσεων δυσάρεστων που δεν είναι δυνατόν να αντιμετωπισθούν επιτυχώς
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
διατάχθηκε προφυλάκιση ως ύποπτος φυγής με εκκρεμούσα επιπροσθέτως την κατηγορία για κατάχρηση δημοσίου χρήματος
επιδιώκει την φυγή από την πραγματικότητα