Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
φάσμα
- απόδοση: επικρεμάμενη απειλή / συμφορά / κίνδυνος
- γένη: το
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
το φάσμα της πείνας πλανάται
το φάσμα του πανισλαμισμού προβάλλει απειλητικό