Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
φημολογούμενος
- απόδοση: για τον οποίον κυκλοφορούν φήμες διαδόσεις
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
η φημολογούμενη από καιρό εξαγορά της εταιρείας συζητείται εκ νέου στους οικονομικούς κύκλους