Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
φημισμένος
- απόδοση: ο ξακουστός / ο ευρύτερα γνωστός / που απέκτησε φήμη
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
η περιοχή προσφέρει το φημισμένο κρασί της