Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
τύπος
- απόδοση: που ως άνθρωπος η εξωτερική εμφάνιση ή ο χαρακτήρας του παρουσιάζουν κάτι το ασυνήθιστο ή το ιδιαίτερο ώστε να τον αντιλαμβάνονται ως εκκεντρικό ή ιδιόρρυθμο / που έχει έντονα χαρακτηριστικά του τύπου στον οποίο ανήκει θεωρούμενος ως τυπικός εκπρόσωπος αυτού
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
βεβαίως & τον γνωρίζω πρόκειται για δημοφιλή λ της Αθήνας
τύπος…
λ & υπογραμμός
√ απόδοση: που παρουσιάζει συμπεριφορά απόλυτα σύμφωνη με κάποιους κανονισμούς
λ αθλητικός
λ ακουστικός > οπτικός
λ γενναιόδωρος & ιδιαίτερα λαρζ στις εκδηλώσεις του προς τρίτους
λ διασαλευμένος
√ απόδοση: που παρουσιάζει διασάλευση φρενών
λ δυσειδής > ευειδής
√ απόδοση: δύσμορφος > όμορφος
λ δύσμορφος
√ απόδοση: άσχημος
λ δωρικός
√ απόδοση: που τον χαρακτηρίζει η μεγαλοπρέπεια & συνάμα η λιτότητα του δωρικού ρυθμού
λ εξελίσσων τις καταστάσεις με απίστευτη βραδύτητα
λ επιδιδόμενος στην ελευθερογαμία
λ εσωστρεφής
λ εύμορφος
λ ευφυής
λ ημίτρελος
λ ιδιαίτερος
λ ιδιόμορφος
λ ιδιόρρυθμος
λ ιδιότροπος
λ ιδιότυπος
λ κακάσχημος
λ λεπτογνώμων
λ λιγομίλητος
λ λιπόσαρκος
λ μακιαβελικός
λ με αγοραία συμπεριφορά
λ μελαγχολικός
λ μονήρης κλεισμένος υπερβολικά στον εαυτό του
λ μονογαμικός > πολυγαμικός
λ μποέμ
λ μπον βιβέρ
λ νεοφοβικός
√ απόδοση: ο άκρως συντηρητικός που αντιμετωπίζει με φόβο κάθε τι το καινούργιο στην ζωή
λ νεωτεριστικός
λ ολιγωρών στις αποφάσεις
λ ονειροπαρμένος
λ οξυδερκής
λ οστεώδης
λ παρακμιακός
λ πεζοδρομιακός
λ περιγραφικότατος στις διηγήσεις του
λ που κάνει 'καλή παρέα' αρκούντως δε διασκεδαστικός
λ σαλεμένος
λ σοβαρός
λ τηλεφωνικός
λ των άκρων
λ των σπηλαίων
λ φλεγματικός
λ χαλκέντερος
√ απόδοση: ακαταπόνητος, ακούραστος στην πνευματική εργασία
λ χολερικός