Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
τολμηρός
- απόδοση: που ενεργεί επικινδύνως προκειμένου να υπερνικήσει εμπόδια / που απαιτείται τόλμη για να συμβεί / που δεν είναι σύμφωνος με ό,τι θεωρείται σεμνό ή ηθικό
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
επί του θέματος χρειάζεται να ληφθούν τολμηρές αποφάσεις
υπήρξε τολμηρός χειριστής αεροσκαφών