Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
τεθλιμμένος
- απόδοση: ο θλιμμένος
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
έσπευσε να συλλυπηθεί τους τεθλιμμένους συγγενείς της θανούσης