Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ταχύς
- απόδοση: γρήγορος
- αντίθετο: βραδύς / αργός
- γένη: -ύς -εία -ύ
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
ακολούθησε ταχεία διαδικασία
μετέβη στην Πάτρα με την ταχεία αμαξοστοιχία
οδός ταχείας κυκλοφορίας
προτάθηκε η ταχεία αντιμετώπιση του προβλήματος
ταχύς στο βάδην
τις ευχές μου για ταχεία ανάρρωση
χρησιμοποιήθηκε κόλλα > τσιμέντο ταχείας πήξεως