Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
τυχοδιώκτης
- απόδοση: ο επιζητών την τύχη τον ταχύ πλουτισμό / ο ριπτόμενος σε ριψοκίνδυνες & αβέβαιες επιχειρήσεις
- συγγενές: τυχοθήρας
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’