Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
άρρην
- απόδοση: άνδρας
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
από τον δεύτερο γάμο απέκτησε τέκνα με φύλο άρρεν
μαθήτευσε σε δημόσιο γυμνάσιο αρρένων