Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
κυβέρνηση
- απόδοση: η ανώτατη εκτελεστική εξουσία μίας χώρας
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
ανέλαβε κατ΄ επανάληψη υπουργός εσωτερικών υπηρεσιακών κυβερνήσεων
ανέλαβε υπουργός αμύνης στην ισχυρή λ που από μηνός ορίζει τις τύχες της χώρας
διετέλεσε πρωθυπουργός οικουμενικής κυβέρνησης
εν όψει μέγιστου εθνικού κινδύνου ορκίσθηκε λ εθνικής ενότητος
η χώρα κυβερνάται επί διετία από λ μειοψηφίας
η χώρα μετά μακρά περίοδο δικομματισμού κατέληξε σε λ συνασπισμού
λόγω της καταστάσεως επιβάλλεται η επιβολή κυβέρνησης εθνικής σωτηρίας
μετέχει στην σκιώδη λ της μείζονος αντιπολιτεύσεως
μετέχει ως κόμμα της φιλελεύθερης παρατάξεως στην λ συνεργασίας