Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ύψιστος
- απόδοση: προκειμένου για το ανώτατο επίπεδο κλίμακας όμοιων πραγμάτων
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
έχει εξελίξει σε ύψιστη τέχνη τη βιβλιοδεσία > τη λαθροχειρία
προσευχήθηκε εκ βάθους καρδίας στον Ύψιστο !
√ απόδοση: στον Θεό
προσέφερε ύψιστη τέχνη στο φιλότεχνο κοινό
το θεωρεί ύψιστο χρέος του
ύψιστη πολιτική πράξη