Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
υψιπέτης
- απόδοση: ο μεταρσιούμενος σε ανώτερους πνευματικούς κόσμους
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
τον χαρακτηρίζει υψιπέτιδα φαντασία
ως διανοούμενος τυγχάνει μέγας υψιπέτης