Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
υποσκάπτων
- απόδοση: που προκαλεί αδιόρατη φθορά σε άτομο ή κατάσταση
- γένη: -ων -ουσα -ον
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
κινείται σιωπηλώς & υποχθονίως υποσκάπτων την φιλία τους
σύρεται δουλικά από έξη την υποσκάπτουσα αργά & σταθερά την ήδη προβληματική υγεία της