Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ύποπτος
- απόδοση: που συγκεντρώνει υποψίες ως αίτιος ή ως αυτουργός πράξεων αξιόμεμπτων μετά ενοχοποιητικών στοιχείων
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
η Αστυνομία τον θεωρεί ύποπτο φόνου > φυγής > ληστείας