Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
υποκριτικός
- απόδοση: που ταιριάζει που αναφέρεται στον υποκριτή
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
έπεσαν τα υποκριτικά προσωπεία
επί του θέματος ακολουθεί υποκριτική σιωπή
φέρεται με υποκριτικό καθωσπρεπισμό