Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
υποδειγματικός
- απόδοση: που χαρακτηρίζεται από υψηλή τελειότητα ως προς ορισμένες ιδιότητες ή χαρακτηριστικά του / που προτείνεται ως υπόδειγμα ή πρότυπο
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αδιάφορος μεν σύζυγος αλλά υποδειγματικός πατέρας
αν & εργαζόμενη υπήρξε υποδειγματική σύζυγος