Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
υπερβολή
- απόδοση: λόγος ή πράξη που υπερβαίνει το σύνηθες το κανονικό το θεμιτό
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
επιδίδεται σε υπερβολές εις βάρος της υγείας του