Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
υπέρβαση
- απόδοση: ενέργεια υπερβαίνουσα τα καθορισμένα τα επιτρεπόμενα ή τα συνηθισμένα όρια
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
πρέπει να τολμήσουμε την υπέρβαση της καταστάσεως
του εδόθη κλήση για υπέρβαση ορίου ταχύτητος
του καταλογίζουν υπέρβαση καθήκοντος