Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
υδαρής
- απόδοση: το σε υγρή ή σχεδόν υγρή κατάσταση
- γένη: -ής -ής -ές
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
ζήτησε να φάγει κάτι το υδαρές μια σούπα λαχανικών για παράδειγμα
πρόκειται για υδαρές φαγητό που τρώγεται ευχάριστα σε θερμοκρασία περιβάλλοντος
τα κόπρανά του παρουσιάζουν υδαρή μορφή
το φάρμακο προσφέρεται ως υδαρές διάλυμα